- ὀλιγοπραγμοσύνη
- ὀλῐγο-πραγμοσύνη, ἡ,A a retired life, Chrysipp.Stoic.3.176.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ολιγοπραγμοσύνη — η (Α ὀλιγοπραγμοσύνη) [ολιγοπράγμων] 1. ενασχόληση με λίγα πράγματα 2. αδράνεια νεοελλ. έλλειψη φιλοδοξιών και ενδιαφερόντων … Dictionary of Greek
ὀλιγοπραγμοσύνην — ὀλιγοπραγμοσύνη a retired life fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοπραγμοσύνης — ὀλιγοπραγμοσύνη a retired life fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)